ἀκρωρεῖται

ἀκρωρεῖται
ἀκρωρ-εῖται, οἱ,
A inhabitants of mountain ridges, Hdn.Gr.2.869.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ακρωρείται — ἀκρωρεῑται οι (Α) [ἀκρώρεια] αυτοί που κατοικούν στις ακρώρειες …   Dictionary of Greek

  • ἀκρωρεῖται — inhabitants of mountain ridges masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακρώρεια — Αρχαία ονομασία του υψιπέδου της Φολόης στην Ηλεία. Σήμερα ονομάζεται Κάπελη. * * * η (Α ἀκρώρεια) άκρη, κορυφή ή πλαγιά βουνού (AM) το άκρον άωτον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρ(ο) (Ι) + ὄρος. ΠΑΡ. αρχ. ἀκρωρεῖται] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”